Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Σκηνή 3η



Σκηνή 3η

Πρόσωπα της σκηνής
Σουλτάνα                    Γιάννης                  Στέργιος
Αλεξάνδρα                  Πέτρος                   Αφεντούλα

10 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1913

Σκηνικό
Το ίδιο με το προηγούμενο. - Πρωί
Ακούγεται αργή, λυπητερή θρακιώτικη μουσική με όργανο την γκάιντα.  Ανοίγει η αυλαία.  Ο Γιάννης μπαινοβγαίνει αργά κουβαλώντας μπόγους. Με τη δεύτερη είσοδό του εισέρχονται η Σουλτάνα και ο Στέργιος που κρατάει μια εικόνα.  Η Σουλτάνα γεμίζει μια τσότρα με νερό.  Όταν θα εισέλθουν και τα άλλα πρόσωπα θα κρατούν μπόγους οι μεγάλοι και από μια εικόνα τα παιδιά.

ΣΟΥΛΤΑΝΑ
Ας περιμένουμε λίγο μέχρι να έρθουν και οι άλλοι.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Πατέρα, σε βλέπω λυπημένο και ανήσυχο.  Τι συμβαίνει;  Πού θα πάμε;
ΓΙΑΝΝΗΣ
Δεν ξέρουμε, παιδί μου.  Μα πρέπει να φύγουμε.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Γιατί «πρέπει να φύγουμε», καλέ, αφού εδώ είναι το σπίτι μας, εδώ το Σχολαρχείο μας, εδώ η πατρίδα μας;
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
Πρέπει να φύγουμε.  Κι έχουμε μείνει τελευταίοι.  Οι πιο πολλοί Έλληνες έχουν φύγει.
(Εισέρχονται από την άλλη πλευρά της σκηνής η Αλεξάνδρα, ο Πέτρος και η Αφεντούλα).
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
(Αφήνουν τους μπόγους)
Αχ! κακό που μας βρήκε τους έρημους.  Τι θα γίνουμε τώρα;  Πού θα φθάσουμε και πώς θα στεριώσουμε εκεί που θα πάμε;
ΓΙΑΝΝΗΣ
Αλεξάνδρα, και σεις και μεις και όλοι μας πρέπει να κάνουμε κουράγιο και υπομονή.  Ο Θεός είναι μεγάλος.  Δε θα χαθούμε.  Κάπου θα στεριώσουμε και μεις.
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
Με τα πόδια θα φύγουμε;  Αχ δεν θ’ αντέξω!  Ζώα εμείς δεν έχουμε.  Πώς θα κουβαλήσουμε έστω αυτά τα λίγα πράγματα.
ΠΕΤΡΟΣ
Θα πάμε στο σταθμό.  Κι από εκεί με το τρένο θα ταξιδέψουμε κατά τη Μακεδονία.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Και πού θα κατεβούμε, μήπως ξέρετε;
ΓΙΑΝΝΗΣ
Δεν ξέρουμε.  Μα θα κατεβούμε όπου μας πούνε.  Εκεί η Ελλάδα τώρα είναι ελεύθερη.  Έλληνες, αδέλφια μας μένουν κι εκεί.
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
Έλληνες είναι, Αδέλφια μας είναι.  Δε λέω, θα μας καλοδεχτούνε, αλλά για μας θα είναι ένας ξένος τόπος.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Καλά το ΄λεγα τότε που κεντούσαμε τη σημαία να μη «ματιαχτούμε».  Τι χαρά ήταν εκείνη! Τι ευτυχία!  Και τώρα προσφυγιά.  Αχ, γιατί Θεέ μου;
ΓΙΑΝΝΗΣ
Είπαμε κουράγιο.  Μακρύς και δύσκολος είναι ο δρόμος που μας περιμένει.  Εμείς οι Έλληνες δε χάνουμε ποτέ την πίστη και την αισιοδοξία μας.  Μέσα απ’ το πυκνό σκοτάδι μπορούμε πάντα να διακρίνουμε ένα φως.  Θα βρούμε μια μέρα το δίκιο μας και γρήγορα θα ξαναγυρίσουμε.
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
Εκεί που θα πάμε Σχολαρχείο θα ΄χει;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Ας φτάσουμε πρώτα και μετά βλέπουμε, καλέ.
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
Μάθατε τελικά τι έγινε και γιατί αναγκαζόμαστε να φύγουμε από την πατρίδα μας;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Και γιατί έφυγε ο ελληνικός στρατός;
ΠΕΤΡΟΣ
Άκουσα ότι, λίγες μέρες μετά τον ερχομό του ελληνικού στρατού στη Θράκη, με μια συνθήκη ειρήνης που έγινε στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, αποφασίστηκε ο ελληνικός στρατός να εγκαταλείψει τη Θράκη και να επιστρέψει πίσω στο Νέστο ποταμό.  Εδώ θα έρθουν δυστυχώς και πάλι οι Βούλγαροι.
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
Οι Βούλγαροι;
Αχ! συμφορά που μας βρήκε!...  Κι αυτοί δε θ’ αφήσουν τίποτα όρθιο.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Είδατε τους στρατιώτες μας που φεύγανε;  Με δάκρυα στα μάτια εγκατέλειπαν τον τόπο μας, που μόλις ένα μήνα πριν είχαν ελευθερώσει.  Με τι περηφάνια και καμάρι είχαν μπει στην πόλη μας και με τι θλίψη φύγανε!
ΓΙΑΝΝΗΣ
Ευτυχώς όμως που η σημαία μας δε θα πέσει σε ξένα χέρια.  Πρέπει να σώθηκε.
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
Σώθηκε;  Αχ, πολύ ωραία! Και πώς έγινε αυτό;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Πες μας, πατέρα, πώς σώθηκε;  Ποιος την πήρε;  Και πού είναι τώρα;
ΓΙΑΝΝΗΣ
Έμαθα ότι προχθές που εγκατέλειπε και η τελευταία διμοιρία του ελληνικού στρατού το Διοικητήριο, ένα στρατιώτης ρίχνοντας μια τελευταία ματιά πίσω του, είδε με ανατριχίλα την ελληνική σημαία μας να κυματίζει σα να ΄θελε να ξεκολλήσει από το κοντάρι της.  Γύρισε πίσω, ανέβηκε γρήγορα στο μπαλκόνι, άρπαξε το ιερό πανί, το δίπλωσε, το ΄χωσε στον κόρφο του, κατέβηκε και ακολούθησε τη διμοιρία του.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Μπράβο του.  Γενναίο παλικάρι.  Τώρα τουλάχιστον η σημαία μας βρίσκεται σε καλά χέρια και δε θα πέσει στα χέρια των Βουλγάρων.
ΓΙΑΝΝΗΣ
Δεν είναι μόνο αυτό.  Έκανε και κάτι άλλο πολύ σπουδαίο, που μακάρι να βγει προφητικό.
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
Τι έκανε, θείε, και είναι τόσο σπουδαίο σαν τη σημαία που έσωσε;
ΠΕΤΡΟΣ
Ναι πες μας το, Γιάννη, γιατί αυτό και ΄γώ δεν το ξέρω.
ΓΙΑΝΝΗΣ
Να.  Κατεβαίνοντας τις σκάλες του Διοικητηρίου, μ’ ένα κάρβουνο που βρήκε, έγραψε στον τοίχο με μεγάλα γράμματα: «Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ΄ναι».
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
Μακάρι, Παναγιά μου, έτσι να γίνει και γρήγορα να επιστρέψουμε πάλι στα σπίτια μας.
ΠΕΤΡΟΣ
Το κακό είναι ότι οι Βούλγαροι μόνο εμάς τους Έλληνες διώχνουν.  Όλους τους άλλους, Τούρκους, Αρμένιους, Εβραίους, Λεβαντίνους* τους αφήνουν ήσυχους.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Κρίμα!  Όλοι μας το ίδιο νερό πίναμε, όμως μόνο για μας έγινε πικρό.  Πώς θ’ αφήσουμε τα σπίτια μας, τις εκκλησίες μας, τα χωράφια μας, την πόλη μας;  Και άμα ξαναγυρίσουμε θα τα  βρούμε όπως τ’ αφήνουμε;
ΓΙΑΝΝΗΣ
Ας ξαναγυρίσουμε εμείς και τα σπίτια μας, όπως και να ΄ναι, θα τα ξαναφτιάξουμε.  Μόνο τις εκκλησίες, τις εικόνες, τα Σχολαρχεία μας, αυτά να μην καταστρέψουν.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Εγώ σας το ΄πα, καλέ, ότι όταν μεγαλώσω θα γίνω αξιωματικός.  Κι αν ως τότε δεν έχουν γυρίσει όλοι οι Έλληνες, εγώ θα τους φέρω πίσω.


*Λεβαντίνος: Ευρωπαίος που γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Ανατολή.

ΣΟΥΛΤΑΝΑ
Στέργιο παιδί μου, τι είναι αυτά που λες;  Τι αξιωματικούς ανακατεύεις και ποιους θα φέρεις πίσω;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Να, καλέ μητέρα, θέλω να γίνω σαν τον αξιωματικό που πριν ένα μήνα περίπου, μπήκε από το Βαρούσι στην Γκιουμουλτζίνα πρώτος, καβάλα στ’ άλογό του και σαν τον άλλον τον στρατιώτη που γύρισε πίσω στο Διοικητήριο και πήρε τη σημαία μαζί του.
ΓΙΑΝΝΗΣ
Μπράβο, Στέργιο παιδί μου. (Τον αγκαλιάζει).  Όχι μόνο εσύ αλλά όλοι μας το ίδιο θα θέλαμε να κάνουμε.  Να βοηθάμε την πατρίδα μας.  Δυστυχώς όμως τώρα πρέπει να την αποχωριστούμε.  Και μακάρι να ΄ναι για λίγο.
ΠΕΤΡΟΣ
Άντε τώρα να δέσουμε σφιχτά τους μπόγους και να ξεκινήσουμε για το σταθμό.  Εσείς παιδιά τα εικονίσματα να κρατάτε καλά. (Σφίγγει έναν μπόγο).
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
Α! να έρχεται και η κυρα-Βασιλική. (Μπαίνουν η Βασιλική με τη Σταματούλα κρατώντας από έναν μπόγο).
ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Καλημέρα σας και  ο Θεός βοηθός.
ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ:
Καλημέρα, καλημέρα!
ΒΑΣΙΛΙΚΗ
Έτοιμοι είστε να ξεκινήσουμε; Έχουμε μείνει τελευταίοι.  Η Μαρία και η Σοφία με τις οικογένειές τους έφυγαν από προχθές.  Ποιος ξέρει πού να βρίσκονται τώρα;
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
Μήπως και μεις ξέρουμε που θα πάμε και αν θα ΄μαστε όλοι μαζί;  Θα σκορπίσουμε σαν το κοπάδι που μπήκε μέσα του ο λύκος.
ΠΕΤΡΟΣ
(Σκυμμένος σφίγγοντας έναν μπόγο)
Βλέπω ότι όλοι είμαστε έτοιμοι.  Και τώρα ας ξεκινήσουμε.  Σηκώστε τους μπόγους σας και η Παναγιά μαζί μας.
(Κάνουν το σταυρό τους, σηκώνουν του μπόγους και υπό τους ήχους της ίδιας αργής μουσικής ξεκινούν).


(Αφού βγουν όλοι έξω, ο Στέργιος επιστρέφει σχεδόν τρέχοντας.  Κοιτά τριγύρω λυπημένα, βαδίζει αργά χαϊδεύει και μυρίζει ένα λουλούδι και…)

ΣΟΥΛΤΑΝΑ
Στέργιο παιδί μου, πού είσαι, γιατί γύρισες πίσω, τι κάνεις;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Μια στιγμή, μητέρα, μια στιγμή. Προχωράτε κι έρχομαι.


(…και συνεχίζει να παρατηρεί.  Ακουμπά την εικόνα δίπλα στο πηγάδι, βρέχει το μέτωπό του με νερό, σκύβει και φιλά το χώμα.  Ξαναπαίρνει αργά, αργά την εικόνα, ρίχνει μια τελευταία ματιά και πισωπατώντας μονολογεί).

ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Άραγε θα ξαναγυρίσω; Αλλά τι λέω! Σιγουρα θα ξαναγυρίζω.  Καλό μου σπιτάκι, καλή μου αυλή να με περιμένετε.


(Αποχωρεί. Κλείνει η Αυλαία).

Χρήσιμες ημερομηνίες
(Όλες με το παλιό ημερολόγιο.  Το νέο Γρηγοριανό ημερολόγιο άρχισε το 1923).
14 Ιουλίου 1913:
Είσοδος του ελληνικού στρατού στην Γκιουμουλτζίνα.  Είναι κεντημένη στην ιστορική σημαία.

28 Ιουλίου 1913:
Συνθήκη Βουκουρεστίου
5,6 Αυγούστου 1913:
Αποχώρηση ελληνικού στρατού
7,8,9 Αυγούστου 1913:
Μεγάλη φυγή προσφύγων

19 Αυγούστου 1913:

Ημερομηνία κεντημένη στην ιστορική σημαία ως θλιβερό γεγονός.  Πιθανόν να κεντήθηκε μετά το 1923.
(6 Αυγούστου + 13 =19 Αυγούστου) και θυμίζει την αποχώρηση του ελληνικού στρατού.
Δεκατρείς ημέρες είναι η διαφορά παλιού και νέου ημερολογίου



28 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913. ΣΥΝΘΗΚΗ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ
            Ο ελληνικός στρατός μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου έπρεπε μέσα σε δέκα (10) ημέρες ν’ αποχωρήσει. (Αποχώρησε στις 5 Αυγούστου 1913).
            Οι Έλληνες έχοντας πικρή πείρα από την προηγούμενη βουλγαρική κατοχή προτιμούσαν να εκπατριστούν.  Μέχρι 9 Αυγούστου 1913 είχαν εκπατριστεί προς Τοξότες σιδηροδρομικώς περί του 25.000 Έλληνες.



Αφηγητής


Εκείνη την εποχή κατοικούσαν στην Γκιουμουλτζίνα - Κομοτηνή γύρω στους 25.000 Έλληνες.
Από τον Αύγουστο του 1913 και τους επόμενους μήνες οι Βούλγαροι απέλασαν ή εξόρισαν ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό της Δυτ. Θράκης.
Το Νοέμβριο του 1914 στην Κομοτηνή είχαν απομείνει μόνο δυο ελληνικές οικογένειες.  Του Στάλιου και του Παυλίδη κι αυτές επειδή είχαν αυστριακή υπηκοότητα.
Η προσφυγιά κράτησε έξι χρόνια, μέχρι το 1919
Η ιστορική σημαία βρέθηκε να ταξιδεύει στην Κρήτη.  Ο στρατιώτης Γεώργιος Παπαηλιάκης που την πήρε την έστειλε στον παππού του, στην Κρήτη για φύλαξη.
(Εδώ τελειώνει η ανάγνωση από τον αφηγητή, όταν το έργο παρουσιάζεται σε παιδιά.  Αν το έργο παρουσιάζεται σε μεγάλους διαβάζεται ολόκληρο το κείμενο).
Τον Αύγουστο του 1914 ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.  Η Ελλάδα πολέμησε στο πλευρό των νικητών.  Ο πόλεμος έληξε τον Οκτώβριο του 1918.
Οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι βρέθηκαν στο στρατόπεδο των ηττημένων.
Το Σεπτέμβριο του 1919 οι Βούλγαροι  ειδοποιήθηκαν από τις νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις να εκκενώσουν τη Δυτ. Θράκη η οποία και κατελήφθη αμέσως από τις συμμαχικές δυνάμεις.
Έδρα της Συμμαχικής Διοίκησης ορίστηκε η Γκιουμουλτζίνα, όπως λεγόταν τότε η Κομοτηνή.  Διοικητής ήταν ο Γάλλος στρατηγός Σαρπύ.
Η διπλωματική μάχη για το μέλλον της Δυτ. Θράκης δόθηκε στην μεν Ευρώπη από τον τότε Έλληνα Πρωθυπουργό  Ελ. Βενιζέλο και στην Γκιουμουλτζίνα, έδρα της Διασυμμαχικής Διοίκησης, από τον Χαρίσιο Βαμβακά.
Οι προσπάθειες του Χαρ. Βαμβακά εκτός των άλλων (αναγνώριση της δυναμικής της ελληνικής παρουσίας, οικονομική ανόρθωση, άνοδο ελληνικού γοήτρου, εξουδετέρωση ύπουλων μέσων κατά των Ελλήνων, πρόσληψη Ελλήνων χωροφυλάκων κ.λ.π.) επικεντρώθηκαν στην επιστροφή (παλιννόστηση) Ελλήνων προσφύγων στη Δυτική Θράκη από τη Μακεδονία όπου είχαν καταφύγει.

Η επιστροφή των προσφύγων ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 1920