Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Σκηνή 2η


Σκηνή 2η

Πρόσωπα της σκηνής
Πάνος
Θανασός
Στέργιος
Αφεντούλα
Σταματούλα

Την άλλη μέρα.   15 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913

Σκηνικό
Ίδιο με το προηγούμενο.
Η Αφεντούλα μόνη στην άκρη της σκηνής, σκεφτική βλέπει μακριά.  Η Σταματούλα, ο Πάνος και ο Θανασός τραβούν νερό από το πηγάδι και δροσίζονται. Η Σταματούλα και ο Θανασός έχουν στις τσέπες τους πεντόβολα.  Όταν θα εισέλθει ο Στέργιος θα είναι καβάλα σ΄ ένα ξύλινο άλογο (καλάμι), θα κρατά βέργα για μαστίγιο, θα φορά τραγιάσκα και στη μέση του ένα παλιό μαχαίρι.
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
Αφεντούλα, Πάνο, Θανασό, θέλετε να παίξουμε;
ΠΑΝ. - ΘΑΝ.
Ναι, ναι, να παίξουμε.
ΠΑΝΟΣ
Τι να παίξουμε όμως;
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
Ελάτε εδώ.  Έχω έτοιμα πεντόβολα.
ΘΑΝΑΣΟΣ
Κι εγώ έχω στην τσέπη μου.  Νάτα
(Βγάζει και τα δείχνει. Τ’ αγόρια πλησιάζουν προς τη Σταματούλα)
Πώς θα χωριστούμε;
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
Εγώ λέω να παίξουμε αγόρια με κορίτσια.
ΠΑΝΟΣ
Εγώ συμφωνώ.
ΘΑΝΑΣΟΣ
Κι εγώ συμφωνώ.
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
Αφεντούλα! Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι;  Δε θα παίξεις μαζί μας;
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
(Ξαφνιασμένη, συνέρχεται). Πως, πως θα παίξω.  Τι παίζετε όμως;
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
Εμ τότε τι στέκεσαι καλέ έτσι σκεφτική κι ονειροπαρμένη.
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
Να θυμάμαι, και δε βγαίνει από το μυαλό μου, τη χθεσινή μέρα.  Το στρατό, τον κόσμο, τις φωνές.
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
Καλά, καλά.  Κι εγώ ήμουν εκεί.  Χαρήκαμε, φωνάξαμε, τελείωσε.  Έλα τώρα να παίξουμε.
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
(Πλησιάζει τη Σταματούλα).
ΠΑΝΟΣ
Κι εγώ ήμουν στην υποδοχή.
ΘΑΝΑΣΟΣ
Ναι, ναι, μαζί πήγαμε.  Είχε πάρα πολύ κόσμο.  Όλοι σαν τρελοί έκαναν από τη χαρά τους.
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
Παιδιά, καθίστε τώρα να Παίξουμε. Αυτό θα το συζητήσουμε όταν θα ΄ρθει και ο Στέργιος.
(κάθονται σταυρωτά αγόρια-κορίτσια).
ΠΑΝΟΣ
(Χουφτώνει ένα πεντόβολο, βάζει τα χέρια πίσω του, τα βγάζει μπροστά και ρωτά τη διπλανή του).
Σε ποιο χέρι είναι Σταματούλα;
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
Στο δεξί (και το χτυπά με το χέρι του).
ΠΑΝΟΣ
(Ανοίγει το χέρι).
Το βρήκες! Παίζετε πρώτες
(Μαζεύει τα πεντόβολα η Σταματούλα και παίζει πρώτη.  Και μετά με τη σειρά κάθε φορά ο καθήμενος προς τα δεξιά.  Παίζουν - φωνάζουν, μιλάνε, θορυβούν «Δε θέλω ζαβολιές», «Παίξε καλά» κ.λ.π.).
ΘΑΝΑΣΟΣ
Α! για κοιτάξτε.  Έρχεται ο Στέργιος.
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
Ναι, ναι, κάνει τον καβαλάρη!
Στέργιο, εδώ είμαστε. Παίζουμε πεντόβολα.  Έλα.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
(Πλησιάζει καβάλα στ’ άλογό του -καλάμι- σοβαρός, με ύφος αυστηρό).
Εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω Έλληνας.
ΠΑΝΟΣ
Τι είπες, Στέργιο, ότι θα γίνεις;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Είπα.  Εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω Έλληνας!
ΘΑΝΑΣΟΣ
Και μεις, Στέργιο, Έλληνες δεν είμαστε;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Εγώ σας είπα ότι θα γίνω Έλληνας.
ΠΑΝΟΣ
Ακούτε, Παιδιά, τι λέει;  ότι (τα παιδιά σηκώνονται και τον τριγυρίζουν κοιτάζοντας τ’ άλογό του κ.λ.π.) όταν μεγαλώσει θα γίνει Έλληνας, λες κι εμείς δεν είμαστε Έλληνες.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Εί-πα (αυστηρά-κοφτά-δυνατά).  Εγώ θα γίνω Έλ-λη-νας.  Να σαν εκείνον, καλέ, τον Έλληνα που ήταν καβάλα στ’ άλογό του μπροστά από τους άλλους στρατιώτες, που ήρθαν χθες εδώ, στην πόλη μας.  Δεν τους είδατε;
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
Πώς δεν του είδαμε!  Αυτό συζητούσαμε πριν έρθεις.  Και σε περιμέναμε.
ΘΑΝΑΣΟΣ
Στέργιο, εκείνος που ήταν μπροστά ήταν αξιωματικός.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Έλληνας ήτανε.
ΘΑΝΑΣΟΣ
Έλληνας αλλά αξιωματικός.  Δηλαδή αρχηγός των στρατιωτών.  Πώς να σου το πω για να το καταλάβεις;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Ακριβώς.  Τέτοιος θέλω να γίνω.  Αρχηγός.  Πώς τον είπες;
ΟΛΟΙ
Α-ξι-ω-μα-τι-κό! (δυνατά)
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Καλά ντε! Μη φωνάζετε! ΄Ωχουου.  Τέτοιος αξιωματικός θα γίνω.  ( Αφήνει το άλογό του ενώ η Σταματούλα κι ο Θάνος μαζεύουν τα πεντόβολα). Εγώ να πηγαίνω μπροστά καμαρωτός και πίσω μου οι στρατιώτες.  Σαν το Λεωνίδα, τον Κολοκοτρώνη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Παπαφλέσσα και τόσους άλλους που μας έμαθαν στο Σχολαρχείο.  Οι λίγοι να πολεμούν με τους πολλούς.
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
Καλά, καλά.  Μεγάλωσε πρώτα και μετά γίνε.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Αλήθεια, καλέ, πού σταθήκατε και είδατε το στρατό μας να μπαίνει στην Γκιουμουλτζίνα;
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
Εγώ και η Σταματούλα πήγαμε στο σπίτι της θείας μου, της Κατίνας, που κάθεται στο Βαρούσι κι από το ανοιχτό παράθυρο τα είδαμε όλα.
ΠΑΝΟΣ
Εγώ κι ο Θανασός σκαρφαλώσαμε σ’ ένα δέντρο, εκεί κοντά στην ξύλινη γέφυρα....
ΘΑΝΑΣΟΣ
Και οι στρατιώτες περνούσαν από κάτω μας.  Νομίζω ότι ένας στρατιώτης μας είδε και μας χαμογέλασε.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Χα, χα, χα!  Τι είναι αυτά που λέτε.  Εγώ να βλέπατε που ήμουνα.
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
Πού ήσουν, Στέργιο, για πες μας.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Ήμουνα στο ψηλότερο μέρος.  Πιο ψηλά κι από τις σκεπές των σπιτιών.
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
Ε, πού ήσουνα, μήπως ψηλά στον ουρανό;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Ναι, καλέ.  Στον ουρανό ήμουνα.  Ανέβηκα στο καμπαναριό της Παναγίας.
ΟΛΟΙ
Αααα!
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
Και πώς έγινε αυτό;  Δεν ήταν κλειστή η πόρτα;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Είχα πάει από νωρίς το πρωί.  Στεκόμουν δίπλα στο καμπαναριό. (Κάθονται οι υπόλοιποι στα σκαμνάκια της αυλής). Σε μια στιγμή είδα έναν άντρα ν’ ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει μέσα.  Ανέβηκε για να χτυπά χαρμόσυνα την καμπάνα και άφησε την πόρτα ανοιχτή.
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
Και τον ακολούθησες;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Περίπου,  Μόλις άκουσα την καμπάνα να χτυπά, αμέσως τρύπωσα στο καμπαναριό και σκαρφαλώνοντας σαν γάτα τα σκαλιά ανέβηκα επάνω.
ΘΑΝΑΣΟΣ
Και ύστερα τί έγινε;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Με είδε ο άντρας, μου χαμογέλασε, μου είπε ότι η χθεσινή μέρα ήταν μέρα χαράς και μου ΄δωσε το σχοινί της καμπάνας να το τραβήξω κι εγώ.  Το τράβηξα δυνατά.  Νομίζω ότι το δικό μου χτύπημα ήταν το πιο δυνατό.  Συνέχισε ο άντρας να χτυπά την καμπάνα κι εγώ κοιτούσα μακριά, κατά τις γραμμές του τρένου.  Και σε λίγο φάνηκαν οι πρώτοι στρατιώτες.
ΠΑΝΟΣ
Για πες μας λοιπόν αφού ήσουν τόσο ψηλά τι είδες;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Μπορούσα να κοιτάξω ως τις γραμμές του τρένου κι ακόμα παραπέρα.  Πρώτα φάνηκε ο Έλληνας...
ΘΑΝΑΣΟΣ
...ο αξιωματικός είπαμε, Στέργιο.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Ναι, ο αξιωματικός καβάλα σ’ ένα άλογο κι ακολουθούσαν στρατιώτες καβάλα κι αυτοί στ’ άλογά τους.  Πιο πίσω φαίνονταν στρατιώτες να έρχονται με τα πόδια.  Πέρασαν το ποτάμι κι από το δρόμο του Βαρουσιού πήγαν προς την πλατεία της πόλης μας.
Έβλεπα γέρους, νέους, παιδιά, άντρες, γυναίκες να βγαίνουν σαν τρελοί από τις πόρτες των σπιτιών τους να φωνάζουν, να χειροκροτούν, να πετάν τα καπέλα τους, να ρίχνουν λουλούδια και να χαιρετούν τους στρατιώτες.  Κι εκείνοι παρ’ όλο που ήταν κουρασμένοι, σκονισμένοι και ταλαιπωρημένοι χαμογελούσαν στον κόσμο και προχωρούσαν περήφανοι.
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
Ναι, ναι, έτσι ήταν.  Αυτά τα προσέξαμε κι εμείς.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Όταν περνούσαν κάτω από το  καμπαναριό έτρεμαν τα γόνατά μου και μου κόπηκε η φωνή.  Ήθελα να φωνάξω, αλλά δεν μπορούσα.  Όταν πέρασε  και  ο τελευταίος στρατιώτης κατέβηκα γρήγορα γρήγορα και τους ακολούθησα μέχρι την πλατεία.
ΠΑΝΟΣ
Και μετά τι έκανες;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Μετά, εκεί στον πολύ τον κόσμο, τυχαία συνάντησα τους γονείς μου και ήρθαμε εδώ στη γειτονιά μας.
ΠΑΝΟΣ
(Σηκώνεται)
Χα, χα, χα.  Δε λέω ότι δεν ήταν σπουδαίο αυτό που όλοι σας είδατε, αλλά αυτό που είδαμε εγώ κι ο Θανασός, νομίζω ότι  ήταν το πιο σπουδαίο.
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
Τι είδατε εσείς πάλι;
ΠΑΝΟΣ
Ε! να.  Εγώ κι ο Θανασός μόλις πέρασαν οι καβαλαραίοι, κατεβήκαμε από το δέντρο και ακολουθήσαμε τον αρχηγό τους.  Εκείνος με λίγους στρατιώτες πήγε εδώ πιο κάτω στο Διοικητήριο.  Εκεί οι γονείς μας και κάποιες άλλες γυναίκες έδωσαν μια στολισμένη σημαία στον αρχηγό τους. Εκείνος ανέβηκε στο μπαλκόνι και την ύψωσε στο κοντάρι.  Όσοι βρίσκονταν εκείνη την ώρα εκεί κοντά χειροκροτούσαν κι έκλαιγαν από χαρά.
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
(Σηκώνεται)
Ναι, πολύ συγκινητικά ήταν αυτά που είδατε εσείς, Πάνο και Θανασό.
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
(Σηκώνεται)
Αλλά και όλα τ’ άλλα ήταν συγκινητικά.  Η υποδοχή, ο κόσμος, τα λουλούδια, οι φωνές.  Τη χθεσινή μέρα δε θα την ξεχάσω ποτέ.
ΘΑΝΑΣΟΣ
Ούτε κι εγώ.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Γι’ αυτό κι εγώ σας είπα, καλέ, ότι όταν μεγαλώσω θα γίνω Έλληνας.
ΟΛΟΙ
Α-ξι-ω-μα-τι-κός
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Ναι, ναι αξιωματικός
(Χτυπά τ’ άλογό του και ξεκινά να φύγει)
ΠΑΝΟΣ
Πού πας, Στέργιο;
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
Πάω να κόψω και να φάω ιρίκια*
ΠΑΝΟΣ
Περίμενε. Ερχόμαστε κι εμείς.

(Ακολουθούν και οι υπόλοιποι)
Ακούγεται χαρούμενη θρακιώτικη μουσική σε ρυθμό καρσιλαμά.


* ιρίκια: κορόμηλα