ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΘΡΑΚΗΣ
Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013
ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΠΡΟΣΩΠΑ ΕΡΓΟΥ - ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ
«..…Γιατί γνώμη μας είναι ότι ο
πολίτης που δεν γνωρίζει την ιστορία του τόπου του, είναι σα να μη γνωρίζει τον
ίδιο του τον εαυτό.....»
(Από τον πρόλογο ομαδικής εργασίας, με θέμα τη Θράκη, των μαθητών της ΣΤ΄
τάξης του 8ου Δημοτικού Σχολείου το σχολικό έτος 1992-93).
Η
πεποίθησή μου ότι κάθε πολίτης και ιδιαίτερα οι μαθητές πρέπει να γνωρίζουν
επαρκώς και τοπική ιστορία, με είχε οδηγήσει τότε στην ανάληψη της πρωτοβουλίας
για την αναζήτηση και καταγραφή πληροφοριών από τους μαθητές γύρω από την
ιστορία της Θράκης.
Με
τούτο εδώ το πόνημα προσπαθώ να παρουσιάσω στους μαθητές μας απλά, σύντομα και
κατανοητά την ιστορία της Κομοτηνής της κρίσιμης περιόδου 1913-1920.
Ελπίζω
ότι η υπό μορφή διαλόγων και με φανταστικούς πρωταγωνιστές παρουσίαση των
κυριοτέρων γεγονότων της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, θα αποτυπωθεί
εναργώς στη μνήμη των μαθητών και ίσως γίνει αφορμή για περισσότερες συζητήσεις
και αναζητήσεις μεταξύ αυτών και των γονιών τους για την ιστορία της Κομοτηνής.
Κομοτηνή
Οκτώβριος 2000
Νίκος Βόλτσης
Δάσκαλος
Mail: nikosvoltsis@gmail.com
Π Ρ Ο Σ Ω Π
Α Τ Ο Υ Ε Ρ Γ Ο Υ
Γυναίκες
|
Άντρες (σύζυγοι)
|
Παιδιά
|
Μαρία
|
Γιώργος
|
Πάνος
|
Σοφία
|
|
Θανασός
|
Βασιλική
|
|
Σταματούλα
|
Αλεξάνδρα
|
Πέτρος
(μετέπειτα χωροφύλακας)
|
Αφεντούλα
|
Σουλτάνα
|
Γιάννης
|
Στέργιος
|
|
Δάσκαλος
|
Δόξα
Σκουτέρη
|
|
|
|
Αφηγητής
Τον Οκτώβριο του 1912 λίγο μετά την έκρηξη του Α΄ βαλκανικού πολέμου,
του πολέμου των συνασπισμένων βαλκανικών κρατών Ελλάδας, Μαυροβουνίου,
Σερβίας και Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας, ολόκληρη σχεδόν η Θράκη
καταλήφθηκε πολύ εύκολα από τα βουλγαρικά στρατεύματα.
Τον Ιούλιο όμως του 1913, κατά τον Β΄ βαλκανικό πόλεμο που προκάλεσε η
Βουλγαρία, οι πρώην σύμμαχοί της, Ελλάδα, Σερβία και Μαυροβούνιο αναγκάστηκαν
να της επιτεθούν και το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Θράκης απελευθερώθηκε
από τον ελληνικό στρατό.
Στις 12 Ιουλίου 1913 απελευθερώθηκαν το Δεδεαγάτς (Αλεξ/πολη) και η
Ξάνθη.
Η Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή) απελευθερώθηκε στις 14 Ιουλίου 1913. Ήταν τότε που στο Διοικητήριο της
Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνή) το σημερινό Δικαστικό Μέγαρο υψώθηκε και η πρώτη
ύστερα από 550 περίπου χρόνια ελληνική σημαία, η ιστορική σημαία της πόλης με
τα κρόσσια που την φιλοτέχνησαν βιαστικά εκείνη την ημέρα γυναίκες της πόλης της Κομοτηνής.
Με τη συνθήκη όμως του Βουκουρεστίου που έγινε στις 28 Ιουλίου 1913,
ολόκληρη η Δυτική Θράκη επιδικάστηκε στη Βουλγαρία και οι ελληνικές
στρατιωτικές δυνάμεις αποχώρησαν μετά από δέκα μέρες.
|
ΠΡΑΞΗ 1Η - Σκηνή 1η
ΠΡΑΞΗ 1Η
Σκηνή 1η
Πρόσωπα της σκηνής
Μαρία
|
|
Σοφία
|
|
Βασιλική
|
|
Αλεξάνδρα
|
Πέτρος
|
Σουλτάνα
|
Γιάννης
|
|
Σκηνικό
|
Αυλή θρακιώτικου σπιτιού με μεγάλο δέντρο και
πηγάδι. Στο βάθος φαίνεται το κυπαρίσσι
της Κομοτηνής. Ήλιος που ανατέλλει.
Ψηλά επιγραφή: 14 Ιουλίου 1913.
Σημαία με σταυρό στη μέση διαστάσεων 1,50Χ1,25.
(Ανοίγοντας η αυλαία).
Οι γυναίκες καθισμένες σε σκαμνάκια στολίζουν μια ελληνική σημαία με
κρόσσια και κεντούν στο επάνω δεξιά γαλάζιο ορθογώνιο την ημερομηνία 14
Ιουλίου 1913.
Οι γυναίκες τραγουδούν το τραγούδι "Καλή μου Ράντω". Τραγούδι
της αγάπης που τραγουδιόταν στα χωριά Κόσμιο και Γρατινή του Ν.Ροδόπης. Η
μουσική υπάρχει στη συλλογή του Ηλία Ιωαννάκη "Ροδόπη- Μουσικός
Περίπατος".
Τρεις
πιπιρούδις κι μια ντομάτα (2)
αγαπώ μια
μαυρομάτα (2)
Καλή μου
Ράντω και καλή μου
σ΄ αγαπώ
μα τι να γίνω (2)
Τα μαλλιά
σου τέλι τέλι (2)
κι η
καρδιά σου εμένα θέλει (2)
Καλή μου
Ράντω και καλή μου
σ΄ αγαπώ
μα τι να γίνω (2)
Τα μαλλιά
σου ρίξτα πίσω (2)
να σε δω
να σ΄αγαπήσω (2)
Καλή μου
Ράντω και καλή μου
σ΄ αγαπώ
μα τι να γίνω (2)
Το
μαντήλι σου τινάζεις (2)
και θαρρώ
πως με φωνάζεις (2)
Καλή μου
Ράντω και καλή μου
σ΄ αγαπώ
μα τι να γίνω (2)
(Οι
γυναίκες που φιλοτέχνησαν την ιστορική σημαία ανήκαν στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα
Κυριών και Δεσποινίδων Γκιουμουλτζίνας «Η ΡΟΔΟΠΗ» και ήταν οι εξής: Ζώγιογλου, Δάφτσου,
Μαλλιοπούλου, Ζωϊδου, Πετροπούλου, Σκούτερη, Βοντσιάδου, Σίμογλου, Αϋδή).
|
|
ΜΑΡΙΑ
|
Σπουδαία μέρα σήμερα.
|
|
|
ΣΟΦΙΑ
|
Σπουδαία Δε θα πει τίποτα, Μαρία μου. Μεγάλη! Αλλά τι λέω μεγάλη!
Ευλογημένη απ’ το Θεό.
|
|
|
ΒΑΣΙΛΙΚΗ
|
Αλήθεια, γυναίκες, έτσι είναι.
Ευλογημένη η σημερινή μέρα. Και
πώς να μην είναι αφού σε λίγες ώρες θα μπει ο ελληνικός στρατός στην πόλη
μας;
|
|
|
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
|
Δέστε, δέστε! Μέχρι και ο ήλιος
που μόλις τώρα ανατέλλει φαίνεται χαρούμενος και γελαστός. Όλα γύρω μας μου φαίνονται σήμερα
διαφορετικά. Μου φαίνονται πιο
φωτεινά, πιο χρωματιστά. Δεν ξέρω πώς
να τα περιγράψω. Έχω την εντύπωση ότι
θα μου μιλήσουν και είμαι έτοιμη να τ’ αγκαλιάσω και να τα φιλήσω.
|
|
|
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
|
Γυναίκες, μιλάτε, αλλά και δουλεύετε.
Πρέπει να στολίσουμε και να κεντήσουμε τη σημαία μας μέχρι να έρθει ο
ελληνικός στρατός στην πόλη μας.
|
|
|
ΜΑΡΙΑ
|
Δουλεύουμε, δουλεύουμε, Σουλτάνα, δεν το βλέπεις; Δεν μπορούμε όμως να μη μιλήσουμε και για
τη χαρά μας. Ποιος πρόγονός μας
ξανάζησε τέτοιες στιγμές; κανένας.
|
|
|
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
|
Μαρή, Σουλτάνα, λίγο το ΄χεις να ελευθερώνεται η πατρίδα μας;
|
|
|
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
|
Κι εγώ αυτό λέω. Νιώθεις τον
αγέρα της λευτεριάς όπου κι αν γυρίσεις.
Κι ο Θεός ακόμα απ’ τον ουρανό ψηλά λες κι απλώνει το χέρι του να μας
βλογήσει.
|
|
|
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
|
Μήπως ξέρετε πόσα χρόνια ήμαστε(αν) σκλαβωμένοι;
|
|
|
ΜΑΡΙΑ
|
Πάρα πολλά. Άκουσα το δάσκαλο να
λέει ότι κάπου 550 χρόνια ήμασταν σκλαβωμένοι στους Τούρκους.
|
|
|
ΣΟΦΙΑ
|
Το περασμένο Φθινόπωρο έφυγε ο τουρκικός στρατός και μας ήρθε
κατακτητής ο βουλγαρικός. Τώρα φεύγει
κι αυτός και θ’ αλλάξει η ζωή μας.
Είμαστε
ελεύθεροι. Το καταλαβαίνετε τι
σημαίνει αυτό; Ελεύθεροι!
Γι’ αυτό
σας λέω ότι είναι ευλογημένη μέρα η σημερινή.
|
|
|
ΒΑΣΙΛΙΚΗ
|
Ποπό! τι λες; 550 χρόνια σκλαβιάς;
|
|
|
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
|
Μήπως φαίνονται λίγα, Βασιλική μου;
|
|
|
ΒΑΣΙΛΙΚΗ
|
Αυτό λέω. Ότι είναι πάρα
πολλά. Τι κρίμα! Ποιος ξέρει πόσες και
πόσες γενιές παππούδων και γιαγιάδων γεννήθηκαν και πέθαναν στη σκλαβιά!
|
|
|
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
|
Πάρα πολλές γενιές. Όλοι αυτοί
οι πρόγονοί μας γεννήθηκαν και έζησαν μ’ ένα όνειρο και μια ελπίδα. Μια μέρα να δουν ελεύθερη την πατρίδα
τους. Όπως θα την βλέπουμε εμείς από
΄δω και πέρα.
|
|
|
ΜΑΡΙΑ
|
Μα οι άνθρωποι γεννιούνται για να ζουν ελεύθεροι και όχι σκλαβωμένοι. Γι’ αυτό λένε: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη
ζωή
παρά
σαράντα χρόνους σκλαβιά και φυλακή».
|
|
|
ΣΟΦΙΑ
|
Ναι έτσι είναι. Είμαστε πολύ
τυχεροί που εμείς και τα παιδιά μας από ΄δω κι εμπρός θα ζήσουμε
ελεύθεροι. Τώρα πρέπει με νύχια και με
δόντια να κρατήσουμε τη λευτεριά μας.
|
|
|
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
|
Φτου, φτου (στον κόρφο της) να μη βασκαθούμε που έχουμε τέτοια τύχη να
δούμε Έλληνες στρατιώτες να μπαίνουν στην Γκιουμουλτζίνα μας και να την
ελευθερώνουν!
|
|
|
ΒΑΣΙΛΙΚΗ
|
Άκουσα ότι προχτές λευτέρωςαν την Ξάνθη και το Δεδεαγάτς, σήμερα την
πόλη μας και αύριο ποιος ξέρει μέχρι πού θα φτάσουν!
|
|
|
ΜΑΡΙΑ
|
(Κοιτάζει δεξιά)
Αλεξάνδρααα,
Σουλτάνααα. Κοιτάχτε! Έρχονται οι άντρες σας.
(εισέρχονται
οι δυο άντρες)
|
|
|
ΠΕΤΡ-ΓΙΑΝ.
|
(μαζί). Καλημέρα, γυναίκες.
|
|
|
ΓΥΝΑΙΚΕΣ
|
(Σηκώνονται με μια κίνηση σεβασμού και ξανακάθονται)
Καλημέρα,
καλωσήρθατε.
|
|
|
ΠΕΤΡΟΣ
|
Πώς πάει η δουλειά; Προχωράει, προχωράει;
|
|
|
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
|
(Σηκώνεται όρθια και δείχνει το κεντημένο ορθογώνιο)
Πολύ
καλά, Πέτρο!
Όπου να
΄ναι τελειώνουμε. Να εδώ στη γωνία να
κρεμάσουμε λίγα κρόσσια, έναν αριθμό ακόμα να κεντήσουμε και η σημαία μας θα
είναι έτοιμη να κυματίσει.
|
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣ
|
Τι αριθμοί είναι αυτοί που κεντάτε;
|
|
|
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
|
Αχ! Γιάννη μου, δεν το κατάλαβες;
Η σημερινή ημερομηνία. 14 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913. Ιστορική μέρα για την
Γκιουμουλτζίνα και τη Θράκη μας. Κάθε
βελονιά θα θυμίζει χιλιάδες όνειρα κι ελπίδες. (Κάθεται)
|
|
|
ΠΕΤΡΟΣ
|
Πολύ ωραία! Μπράβο σας.
|
|
|
ΣΟΦΙΑ
|
Μήπως ξέρετε πού θα την υψώσουν;
|
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣ
|
Το αρχηγείο του στρατού θα είναι μάλλον στο Διοικητήριο*. Εκεί θα υψώσουν και τη σημαία.
|
|
|
ΠΕΤΡΟΣ
|
Μόλις τελειώσετε το κέντημα να την πάρουμε και να την πάμε εκεί.
|
|
|
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
|
Καλά, εσείς θα την πάτε; Δε θα
πάτε στη δουλειά σας;
|
|
|
ΠΕΤΡΟΣ
|
Ποιά δουλειά, καλέ γυναίκα! Για δουλειά είμαστε σήμερα.
|
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣ
|
Σήμερα δε θα πάμε πουθενά.
Γιορτάζουμε τη λευτεριά μας. Θα
υποδεχτούμε το στρατό μας.
|
|
|
ΠΕΤΡΟΣ
|
Η δουλειά μπορεί να Περιμένει. Η
λευτεριά όμως δεν μπορεί και δεν έρχεται κάθε μέρα.
(Σηκώνεται
η Μαρία)
|
|
|
ΒΑΣΙΛΙΚΗ
|
(Προς Μαρία). Γιατί σηκώθηκες,
Μαρία; Πού θα πας;
|
|
|
ΜΑΡΙΑ
|
Πηγαίνω, Βασιλική μου, να δω μήπως ξύπνησαν τα παιδιά μου και να ταΐσω
το μωρό μου.
|
|
|
ΒΑΣΙΛΙΚΗ
|
Αλήθεια, Μαρία, πότε θα βαφτίσετε το μικρό σας;
|
|
|
ΜΑΡΙΑ
|
Ε! τώρα που λευτερωθήκαμε, το συντομότερο, Ας πηγαίνω όμως να δω τι
γίνεται. (Ξεκινάει να φύγει)
|
|
|
ΒΑΣΙΛΙΚΗ
|
Μια στιγμή. Θα ΄ρθω κι εγώ. Από
τη ζαλάδα της χαράς ξέχασα κι εγώ ότι έχω μικρά παιδιά.
(Απευθυνόμενη
προς τη Σοφία)
Σοφία,
δες. Εδώ θέλει μερικές βελονιές ακόμη
και τελειώνει.
Ας
πηγαίνω κι εγώ τώρα.
(Φεύγουν
Μαρία, Βασιλική)
|
|
*Διοικητήριο:
Σημερινό Δικαστικό Μέγαρο
ΣΟΦΙΑ
|
Στο καλό, στο καλό και θα σας ειδοποιήσουμε για την ώρα που θα
ξεκινήσουμε.
Και σεις,
Σουλτάνα, πότε θα παντρέψετε την κόρη σας με το γιο της Αντρούλας;
|
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
|
Πολύ σύντομα, Σοφία. Και σας
καλώ από τώρα όλους στο γάμο. Θα είναι
και ο μπάρμπα-Στέργιος με την γκάιντα του.
|
ΠΕΤΡΟΣ
|
Θα ΄ρθουμε, θα ΄ρθουμε (εύθυμα χτυπά παλαμάκια). Αφού θα ΄ναι και ο μπαρμπα-Στέργιος με την
γκάιντα του μεγάλο γλέντι θα γίνει.
|
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
|
Σιγά, σιγά! Κρατήσου λίγο. Μην αρχίσεις από τώρα το χορό!
|
ΓΙΑΝΝΗΣ
|
Άστον, Αλεξάνδρα, μην τον αποπαίρνεις.
Μέρα χαράς είναι σήμερα και δεν κρατιέται. Όχι μόνο αυτός αλλά όλοι μας θ’ αρχίσουμε
να χορεύουμε.
|
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
|
Καλά, καλά, δίκιο έχετε. Ελάτε
όμως τώρα να δούμε τι κάναμε κι έχουμε καιρό για γλέντια.
(Σηκώνονται
και απλώνουν τη σημαία. Επιφωνήματα
χαράς, ικανοποίησης)
|
ΣΟΦΙΑ
|
Ποπό! πολύ ωραία. Νιώθω μια
τέτοια περηφάνια που σβήνει κάθε πίκρα μέσα μου.
|
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
|
Ναι, ναι, υπέροχη. Και τι
ζωντανά χρώματα!
|
ΠΕΤΡΟΣ
|
Και τι περήφανα που θα κυματίζει!
|
ΓΙΑΝΝΗΣ
|
Θα τη βλέπουμε και θα την καμαρώνουμε (Σκύβει και την φιλάει).
|
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
|
Αχ! νιώθω ένα ρίγος σ’ όλο μου
το κορμί και μια συγκίνηση. (Σκουπίζει τα μάτια). Πρώτη φορά θα δω ελληνική
σημαία να κυματίζει.
|
ΣΟΦΙΑ
|
Μόνο εσύ; όλοι μας για πρώτη φορά θα τη δούμε.
|
ΠΕΤΡΟΣ
|
Εσείς την στολίσατε με στολίδια κι εμείς άμα χρειαστεί να την
προστατέψουμε θα τη βάψουμε ακόμα και με το αίμα μας.
|
ΓΙΑΝΝΗΣ
|
Ελάτε τώρα. Διπλώστε την και
πάμε στην υποδοχή του στρατού που όπου να ΄ναι πρέπει να ΄ρχεται.
(Τη
διπλώνουν. Η σημαία μένει στα χέρια
της Σουλτάνας)
|
ΠΕΤΡΟΣ
|
Θα τη δώσουμε στον ανώτερο αξιωματικό κι αυτός θα την υψώσει με την
τιμή που της χρειάζεται.
|
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
|
Πού θα πάμε να υποδεχτούμε τους στρατιώτες μας; Πού θα τους περιμένουμε;
|
ΠΕΤΡΟΣ
|
Στο Βαρούσι*. Στην ξύλινη γέφυρα
κοντά στο καμπαναριό της Παναγίας*.
|
*Βαρούσι: Η περιοχή της Λέσχης Κομοτηναίων
*Καμπαναριό της Παναγίας: Το σημερινό καμπαναριό της
Παναγίας στο τέρμα της οδού Βενιζέλου.
ΣΟΥΛΤΑΝΑ
|
Πάμε λοιπόν. Μη χάνουμε χρόνο
και δεν προλάβουμε.
Πέτρο,
Γιάννη, κρατήστε λίγο εσείς (δίνει τη σημαία) τη σημαία και πηγαίνετε να
περιμένετε στο κυπαρίσσι. Εγώ με τη
Σοφία και την Αλεξάνδρα θα περάσουμε να φωνάξουμε τη Σοφία και τη Βασιλική,
θα κόψουμε λουλούδια, θα ΄ρθουμε από κει και όλοι μαζί να κινήσουμε για το Βαρούσι.
|
ΠΕΤΡ.-ΓΙΑΝ.
|
Πάμε, πάμε!
|
ΓΙΑΝΝΗΣ
|
Ζήτω η ελευθερία.
(Αποχωρούν
όλοι μαζί. Ακούγεται χαρούμενη θρακιώτικη μουσική σε ρυθμό ζωναράδικου
χορού).
|
|
Κλείνει η
αυλαία
|
Σκηνή 2η
|
Σκηνή 2η
Πρόσωπα
της σκηνής
Πάνος
Θανασός
Στέργιος
Αφεντούλα
Σταματούλα
Την άλλη μέρα.
15 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
|
Σκηνικό
|
Ίδιο με το προηγούμενο.
Η
Αφεντούλα μόνη στην άκρη της σκηνής, σκεφτική βλέπει μακριά. Η Σταματούλα, ο Πάνος και ο Θανασός τραβούν
νερό από το πηγάδι και δροσίζονται. Η Σταματούλα και ο Θανασός έχουν στις
τσέπες τους πεντόβολα. Όταν θα
εισέλθει ο Στέργιος θα είναι καβάλα σ΄ ένα ξύλινο άλογο (καλάμι), θα κρατά
βέργα για μαστίγιο, θα φορά τραγιάσκα και στη μέση του ένα παλιό μαχαίρι.
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
Αφεντούλα, Πάνο, Θανασό, θέλετε να παίξουμε;
|
ΠΑΝ. - ΘΑΝ.
|
Ναι, ναι, να παίξουμε.
|
ΠΑΝΟΣ
|
Τι να παίξουμε όμως;
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
Ελάτε εδώ. Έχω έτοιμα πεντόβολα.
|
ΘΑΝΑΣΟΣ
|
Κι εγώ έχω στην τσέπη μου. Νάτα
(Βγάζει
και τα δείχνει. Τ’ αγόρια πλησιάζουν προς τη Σταματούλα)
Πώς θα
χωριστούμε;
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
Εγώ λέω να παίξουμε αγόρια με κορίτσια.
|
ΠΑΝΟΣ
|
Εγώ συμφωνώ.
|
ΘΑΝΑΣΟΣ
|
Κι εγώ συμφωνώ.
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
Αφεντούλα! Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι;
Δε θα παίξεις μαζί μας;
|
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
|
(Ξαφνιασμένη, συνέρχεται). Πως, πως θα παίξω. Τι παίζετε όμως;
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
Εμ τότε τι στέκεσαι καλέ έτσι σκεφτική κι ονειροπαρμένη.
|
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
|
Να θυμάμαι, και δε βγαίνει από το μυαλό μου, τη χθεσινή μέρα. Το στρατό, τον κόσμο, τις φωνές.
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
Καλά, καλά. Κι εγώ ήμουν
εκεί. Χαρήκαμε, φωνάξαμε,
τελείωσε. Έλα τώρα να παίξουμε.
|
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
|
(Πλησιάζει τη Σταματούλα).
|
ΠΑΝΟΣ
|
Κι εγώ ήμουν στην υποδοχή.
|
ΘΑΝΑΣΟΣ
|
Ναι, ναι, μαζί πήγαμε. Είχε πάρα
πολύ κόσμο. Όλοι σαν τρελοί έκαναν από
τη χαρά τους.
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
Παιδιά, καθίστε τώρα να Παίξουμε. Αυτό θα το συζητήσουμε όταν θα ΄ρθει
και ο Στέργιος.
(κάθονται
σταυρωτά αγόρια-κορίτσια).
|
ΠΑΝΟΣ
|
(Χουφτώνει ένα πεντόβολο, βάζει τα χέρια πίσω του, τα βγάζει μπροστά
και ρωτά τη διπλανή του).
Σε ποιο
χέρι είναι Σταματούλα;
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
Στο δεξί (και το χτυπά με το χέρι του).
|
ΠΑΝΟΣ
|
(Ανοίγει το χέρι).
Το
βρήκες! Παίζετε πρώτες
(Μαζεύει
τα πεντόβολα η Σταματούλα και παίζει πρώτη.
Και μετά με τη σειρά κάθε φορά ο καθήμενος προς τα δεξιά. Παίζουν - φωνάζουν, μιλάνε, θορυβούν «Δε
θέλω ζαβολιές», «Παίξε καλά» κ.λ.π.).
|
ΘΑΝΑΣΟΣ
|
Α! για κοιτάξτε. Έρχεται ο
Στέργιος.
|
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
|
Ναι, ναι, κάνει τον καβαλάρη!
Στέργιο,
εδώ είμαστε. Παίζουμε πεντόβολα. Έλα.
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
(Πλησιάζει καβάλα στ’ άλογό του -καλάμι- σοβαρός, με ύφος αυστηρό).
Εγώ όταν
μεγαλώσω θα γίνω Έλληνας.
|
ΠΑΝΟΣ
|
Τι είπες, Στέργιο, ότι θα γίνεις;
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Είπα. Εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω
Έλληνας!
|
ΘΑΝΑΣΟΣ
|
Και μεις, Στέργιο, Έλληνες δεν είμαστε;
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Εγώ σας είπα ότι θα γίνω Έλληνας.
|
ΠΑΝΟΣ
|
Ακούτε, Παιδιά, τι λέει; ότι (τα
παιδιά σηκώνονται και τον τριγυρίζουν κοιτάζοντας τ’ άλογό του κ.λ.π.) όταν
μεγαλώσει θα γίνει Έλληνας, λες κι εμείς δεν είμαστε Έλληνες.
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Εί-πα (αυστηρά-κοφτά-δυνατά).
Εγώ θα γίνω Έλ-λη-νας. Να σαν
εκείνον, καλέ, τον Έλληνα που ήταν καβάλα στ’ άλογό του μπροστά από τους
άλλους στρατιώτες, που ήρθαν χθες εδώ, στην πόλη μας. Δεν τους είδατε;
|
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
|
Πώς δεν του είδαμε! Αυτό
συζητούσαμε πριν έρθεις. Και σε
περιμέναμε.
|
ΘΑΝΑΣΟΣ
|
Στέργιο, εκείνος που ήταν μπροστά ήταν αξιωματικός.
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Έλληνας ήτανε.
|
ΘΑΝΑΣΟΣ
|
Έλληνας αλλά αξιωματικός. Δηλαδή
αρχηγός των στρατιωτών. Πώς να σου το
πω για να το καταλάβεις;
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Ακριβώς. Τέτοιος θέλω να γίνω. Αρχηγός.
Πώς τον είπες;
|
ΟΛΟΙ
|
Α-ξι-ω-μα-τι-κό! (δυνατά)
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Καλά ντε! Μη φωνάζετε! ΄Ωχουου.
Τέτοιος αξιωματικός θα γίνω. (
Αφήνει το άλογό του ενώ η Σταματούλα κι ο Θάνος μαζεύουν τα πεντόβολα). Εγώ
να πηγαίνω μπροστά καμαρωτός και πίσω μου οι στρατιώτες. Σαν το Λεωνίδα, τον Κολοκοτρώνη, τον
Αθανάσιο Διάκο, τον Παπαφλέσσα και τόσους άλλους που μας έμαθαν στο
Σχολαρχείο. Οι λίγοι να πολεμούν με
τους πολλούς.
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
Καλά, καλά. Μεγάλωσε πρώτα και
μετά γίνε.
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Αλήθεια, καλέ, πού σταθήκατε και είδατε το στρατό μας να μπαίνει στην
Γκιουμουλτζίνα;
|
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
|
Εγώ και η Σταματούλα πήγαμε στο σπίτι της θείας μου, της Κατίνας, που
κάθεται στο Βαρούσι κι από το ανοιχτό παράθυρο τα είδαμε όλα.
|
ΠΑΝΟΣ
|
Εγώ κι ο Θανασός σκαρφαλώσαμε σ’ ένα δέντρο, εκεί κοντά στην ξύλινη
γέφυρα....
|
ΘΑΝΑΣΟΣ
|
Και οι στρατιώτες περνούσαν από κάτω μας. Νομίζω ότι ένας στρατιώτης μας είδε και μας
χαμογέλασε.
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Χα, χα, χα! Τι είναι αυτά που
λέτε. Εγώ να βλέπατε που ήμουνα.
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
Πού ήσουν, Στέργιο, για πες μας.
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Ήμουνα στο ψηλότερο μέρος. Πιο
ψηλά κι από τις σκεπές των σπιτιών.
|
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
|
Ε, πού ήσουνα, μήπως ψηλά στον ουρανό;
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Ναι, καλέ. Στον ουρανό
ήμουνα. Ανέβηκα στο καμπαναριό της
Παναγίας.
|
ΟΛΟΙ
|
Αααα!
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
Και πώς έγινε αυτό; Δεν ήταν
κλειστή η πόρτα;
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Είχα πάει από νωρίς το πρωί.
Στεκόμουν δίπλα στο καμπαναριό. (Κάθονται οι υπόλοιποι στα σκαμνάκια
της αυλής). Σε μια στιγμή είδα έναν άντρα ν’ ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει
μέσα. Ανέβηκε για να χτυπά χαρμόσυνα
την καμπάνα και άφησε την πόρτα ανοιχτή.
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
Και τον ακολούθησες;
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Περίπου, Μόλις άκουσα την
καμπάνα να χτυπά, αμέσως τρύπωσα στο καμπαναριό και σκαρφαλώνοντας σαν γάτα
τα σκαλιά ανέβηκα επάνω.
|
ΘΑΝΑΣΟΣ
|
Και ύστερα τί έγινε;
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Με είδε ο άντρας, μου χαμογέλασε, μου είπε ότι η χθεσινή μέρα ήταν μέρα
χαράς και μου ΄δωσε το σχοινί της καμπάνας να το τραβήξω κι εγώ. Το τράβηξα δυνατά. Νομίζω ότι το δικό μου χτύπημα ήταν το πιο
δυνατό. Συνέχισε ο άντρας να χτυπά την
καμπάνα κι εγώ κοιτούσα μακριά, κατά τις γραμμές του τρένου. Και σε λίγο φάνηκαν οι πρώτοι στρατιώτες.
|
ΠΑΝΟΣ
|
Για πες μας λοιπόν αφού ήσουν τόσο ψηλά τι είδες;
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Μπορούσα να κοιτάξω ως τις γραμμές του τρένου κι ακόμα παραπέρα. Πρώτα φάνηκε ο Έλληνας...
|
ΘΑΝΑΣΟΣ
|
...ο αξιωματικός είπαμε, Στέργιο.
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Ναι, ο αξιωματικός καβάλα σ’ ένα άλογο κι ακολουθούσαν στρατιώτες
καβάλα κι αυτοί στ’ άλογά τους. Πιο
πίσω φαίνονταν στρατιώτες να έρχονται με τα πόδια. Πέρασαν το ποτάμι κι από το δρόμο του
Βαρουσιού πήγαν προς την πλατεία της πόλης μας.
Έβλεπα
γέρους, νέους, παιδιά, άντρες, γυναίκες να βγαίνουν σαν τρελοί από τις πόρτες
των σπιτιών τους να φωνάζουν, να χειροκροτούν, να πετάν τα καπέλα τους, να
ρίχνουν λουλούδια και να χαιρετούν τους στρατιώτες. Κι εκείνοι παρ’ όλο που ήταν κουρασμένοι,
σκονισμένοι και ταλαιπωρημένοι χαμογελούσαν στον κόσμο και προχωρούσαν
περήφανοι.
|
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
|
Ναι, ναι, έτσι ήταν. Αυτά τα
προσέξαμε κι εμείς.
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Όταν περνούσαν κάτω από το
καμπαναριό έτρεμαν τα γόνατά μου και μου κόπηκε η φωνή. Ήθελα να φωνάξω, αλλά δεν μπορούσα. Όταν πέρασε
και ο τελευταίος στρατιώτης
κατέβηκα γρήγορα γρήγορα και τους ακολούθησα μέχρι την πλατεία.
|
ΠΑΝΟΣ
|
Και μετά τι έκανες;
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Μετά, εκεί στον πολύ τον κόσμο, τυχαία συνάντησα τους γονείς μου και
ήρθαμε εδώ στη γειτονιά μας.
|
ΠΑΝΟΣ
|
(Σηκώνεται)
Χα, χα,
χα. Δε λέω ότι δεν ήταν σπουδαίο αυτό
που όλοι σας είδατε, αλλά αυτό που είδαμε εγώ κι ο Θανασός, νομίζω ότι ήταν το πιο σπουδαίο.
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
Τι είδατε εσείς πάλι;
|
ΠΑΝΟΣ
|
Ε! να. Εγώ κι ο Θανασός μόλις
πέρασαν οι καβαλαραίοι, κατεβήκαμε από το δέντρο και ακολουθήσαμε τον αρχηγό
τους. Εκείνος με λίγους στρατιώτες
πήγε εδώ πιο κάτω στο Διοικητήριο.
Εκεί οι γονείς μας και κάποιες άλλες γυναίκες έδωσαν μια στολισμένη
σημαία στον αρχηγό τους. Εκείνος ανέβηκε στο μπαλκόνι και την ύψωσε στο
κοντάρι. Όσοι βρίσκονταν εκείνη την
ώρα εκεί κοντά χειροκροτούσαν κι έκλαιγαν από χαρά.
|
ΣΤΑΜΑΤΟΥΛΑ
|
(Σηκώνεται)
Ναι, πολύ
συγκινητικά ήταν αυτά που είδατε εσείς, Πάνο και Θανασό.
|
ΑΦΕΝΤΟΥΛΑ
|
(Σηκώνεται)
Αλλά και
όλα τ’ άλλα ήταν συγκινητικά. Η
υποδοχή, ο κόσμος, τα λουλούδια, οι φωνές.
Τη χθεσινή μέρα δε θα την ξεχάσω ποτέ.
|
ΘΑΝΑΣΟΣ
|
Ούτε κι εγώ.
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Γι’ αυτό κι εγώ σας είπα, καλέ, ότι όταν μεγαλώσω θα γίνω Έλληνας.
|
ΟΛΟΙ
|
Α-ξι-ω-μα-τι-κός
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Ναι, ναι αξιωματικός
(Χτυπά τ’
άλογό του και ξεκινά να φύγει)
|
ΠΑΝΟΣ
|
Πού πας, Στέργιο;
|
ΣΤΕΡΓΙΟΣ
|
Πάω να κόψω και να φάω ιρίκια*
|
ΠΑΝΟΣ
|
Περίμενε. Ερχόμαστε κι εμείς.
|
|
(Ακολουθούν και οι υπόλοιποι)
Ακούγεται
χαρούμενη θρακιώτικη μουσική σε ρυθμό καρσιλαμά.
|
* ιρίκια: κορόμηλα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)